πλέκω

πλέκω
πλέκ-ω, Pi.O. 6.86, etc.: [tense] fut.
A

πλέξω AP5.146

(Mel.): [tense] aor.

ἔπλεξα Il.14.176

, etc.: [tense] pf. πέπλοχα ([dialect] Att. acc. to Hdn.Gr.2.356), ([etym.] δια-) Hp.Oss.16, ([etym.] ἐμ-) ibid., but ἐμ-πέπλεχε ib.17:—[voice] Med., [tense] fut.

πλέξομαι Perict.

ap. Stob.4.28.19: [tense] aor.

ἐπλεξάμην Od.10.168

, Ar.Lys.790:—[voice] Pass., [tense] fut. πλεχθήσομαι ([etym.] ἐμ-) A.Pr.1079 (anap.); πλᾰκήσομαι ([etym.] ἐπι-) Gal.6.873: [tense] aor.

ἐπλέχθην A.Eu.259

(lyr.), Pl.Plt.283a, ([etym.] περι-) Od.23.33; but also [tense] aor. 2 ἐπλάκην [ᾰ], part. πλᾰκείς ([etym.] ἐμ-) E.Hipp.1236, ([etym.] συμ-) S.Fr.618; also part.

κατα-πλεκείς Hsch.

, v.l. in Plb.3.73.1,

περι-πλεκείς Tim.Pers.157

,

συμπλεκείς Hdt.8.84

(v.l. -πλακ-): [tense] pf.

πέπλεγμαι Id.7.72

, etc.:—plait, twine,

πλοκάμους ἔπλεξε φαεινούς Il.14.176

;

στέφανον Pi.I.8(7).73

, cf. Ar.Th.458;

ἐκ τῆς βίβλου ἱστία Thphr.HP4.8.4

;

ἀνθερίκεσσι ἀκριδοθήραν Theoc.1.52

:—[voice] Med., πεῖσμα . . πλεξάμενος having twisted me a rope, Od.10.168, cf. Hdt.2.28;

π. ἄρκυς Ar.Lys.790

(lyr.):—[voice] Pass.,

κράνεα πεπλεγμένα

of basket-work,

Hdt.7.72

; χρέωνται σειρῇσι πεπλεγμένῃσι ἐξ ἱμάντων ib.85;

βρόχος πεπλ. σπάρτου X.Cyn.9.13

.
2 make by art,

βωμόν Call.Ap.61

.
II metaph., devise, contrive, mostly of tortuous means,

π. δόλον ἀμφί τινι A.Ch.220

: prov.,

δεινοὶ πλέκειν τοι μηχανὰς Αἰγύπτιοι Id.Fr.373

; so

π. πλοκάς E.Ion826

; ἐκ τέχνης τέχνην ib.1280;

παντοίας παλάμας Ar.V.644

(lyr.):—[voice] Pass.,

μηχανὴ πεπλεγμένη E.Andr.995

.
2 of Poets, π. ὕμνον, ῥήματα, Pi.O.6.86, N.4.94;

ᾠδάς Critias Fr.1

D.;

π. λόγους E.Rh.834

, Pl.Hp.Mi.369b; form the plot of a tragedy, opp. λύειν, Arist.Po.1456a9:—hence in [voice] Pass., μῦθοι πεπλεγμένοι complex, opp. ἁπλοῖ, ib.1452a12, cf. b32, 1459b9;

συλλογισμὸς πεπλ. Arr.Epict.1.29.34

;

πέπλεκται [ἡ τῶν συμπάντων τῶν ὄντων νομοθεσία] ἐκ . . λόγων τε καὶ αἰτίων κτλ. Plot.4.3.15

.
3 χρόνον τοῦ ζῆν π., = διαπλέκω 11, Euphro 5.
4 compound,

ἐκ λευκοῦ καὶ μέλανος AP12.165

(Mel.):—[voice] Pass., of words or syllables, to be compounded, Pl.Tht.202b, Ael.NA5.30.
5 [voice] Pass., twine oneself round,

περὶ βρέτει πλεχθεὶς θεᾶς A.Eu.259

(lyr.).
6 [voice] Pass., to be involved, entangled, Vett.Val.169.32. (Cf. Lat. plecto, im-plico, OHG. flehtan.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλέκω — plait pres subj act 1st sg πλέκω plait pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκω — πλέκω, έπλεξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …   Dictionary of Greek

  • πλεκώ — και σπλεκῶ, όω, Α έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλεκῶ με σημ. «έρχομαι σε σαρκική μίξη» έχει σχηματιστεί πιθ. από το ουσ. πλέκος, ενώ ο τ. σπλεκῶ που παραδίδει ο Ησύχιος (απ όπου το ουσ. σπλέκωμα) έχει σχηματιστεί «εκ… …   Dictionary of Greek

  • πλέκω — έπλεξα, πλέχτηκα, πλεγμένος 1. με στρίψιμο ή κατάλληλες κινήσεις κάνω καλάθι, δίχτυ, στεφάνι, δαντέλα, κάλτσα. 2. μτφ., σχεδιάζω, καταστρώνω, ετοιμάζω: Έπλεξαν με λουλούδια στεφάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεπλεγμένα — πλέκω plait perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλεγμένᾱ , πλέκω plait perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλεγμένᾱ , πλέκω plait perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκετε — πλέκω plait pres imperat act 2nd pl πλέκω plait pres ind act 2nd pl πλέκω plait imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκῃ — πλέκω plait pres subj mp 2nd sg πλέκω plait pres ind mp 2nd sg πλέκω plait pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξαι — πλέκω plait aor imperat mid 2nd sg πλέκω plait aor inf act πλέξαῑ , πλέκω plait aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξον — πλέκω plait aor imperat act 2nd sg πλέκω plait fut part act masc voc sg πλέκω plait fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξω — πλέκω plait aor subj act 1st sg πλέκω plait fut ind act 1st sg πλέκω plait aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”